Γάλης

Γάλης
(αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος αγγειοπλάστης. Είναι γνωστός από λήκυθο που βρέθηκε στη Γέλα και έφερε την υπογραφή του. Η παράσταση της ληκύθου δείχνει τον Ανακρέοντα μεθυσμένο ανάμεσα σε δύο έφηβους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γαλής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Βαλτέτσι. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη, στα Δερβενάκια και στην Άκοβα όπου και σκοτώθηκε. 2. Γεώργιος (1795 – 1829). Καταγόταν από τη Φουρνά των Αγράφων. Πολέμησε στη Στερεά και… …   Dictionary of Greek

  • γαλῆς — γαλέη weasel fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GALEA — I. GALEA an Lacedaemoniorum, ut vult Plin. l. 7. c. 56. an Aegyptiorum, ut Herod l. 4. an Curetum, ut Diod. l. 5. c. 15. inventum: a galero, quo multi antiquorum usi, dicta est, Varroni: aliis ex Graeco γαλέη quod ex felina pelle fiebant, vide… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MYGALE — pro Numine Athribitis. Strabo l. 17. ubi de Aegyptiis, Αἐτὸν Θηβαῖοι ῾τιμῶσἰ λέοντα δὲ Λεοντοπολίται αἶγα δὲ καὶ τράγον Μενδήσιοι μυγάλην δὲ Α᾿θριβῖται ἄλλοι δ᾿ ἄλλο τί. Aquilam Thebani (colunt) leonem Leontopolitani, capr am et hircum Mendesii,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • ουρόγαλον — οὐρόγαλον, τὸ (Α) το ούρο τής γαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + γαλῆ] …   Dictionary of Greek

  • πηραμελής — ο, Ν ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών τής οικογένειας τών πηραμελιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. perameles < πήρα «σάκος δερμάτινος» + λατ. meles «είδος γαλής»] …   Dictionary of Greek

  • σφονδύλη — και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α 1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή 2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ Ἀττικοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • μυγαλῆς — μῡγαλῆς , μυγαλῆ shrewmouse fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”